- ἀναγκασθησόμεθα
- ἀναγκάζωforcefut ind pass 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροενεργής — ἑτεροενεργής, ές (Μ) αυτός που έχει διαφορετική ενέργεια («ἑτεροθελεῑς καὶ ἑτεροενεργεῑς τὰς τρεῑς ὑποστάσεις τῆς ἁγίας Τριάδος ἀναγκασθησόμεθα εἰπεῑν», Δαμασκ. I). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ενεργής (< εν + εργής < έργον), πρβλ. αν ενεργής] … Dictionary of Greek